Η μελέτη του παιδιού στο σπίτι
Η μελέτη του παιδιού στο σπίτι
Χρειάζεται να βοηθάω το παιδί μου να μαθαίνει;
Και βέβαια χρειάζεται[…] Το σχολείο είναι που αναλαμβάνει τη μόρφωση των παιδιών και τους δίνει εφόδια για να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις ανάγκες της ζωής. Όμως ο ρόλος των γονέων σε σχέση με τη διαδικασία της μάθησης δεν τελειώνει με την είσοδο των παιδιών στην οργανωμένη εκπαίδευση. Αντίθετα μάλιστα, επειδή τα παιδιά μπαίνουν μέσα σε μια καινούρια κατάσταση με διαφορετικές συνθήκες, κανόνες και απιτήσεις, η υποβοηθητική συμπαράσταση των γονέων είναι απαραίτητη. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι γονείς θα πάρουν το ρόλο του δασκάλου και θα προσπαθούν να «διδάξουν» στο παιδί το «μάθημά» του με το δικό τους τρόπο, οποίος είναι συχνά ο τρόπος με τον οποίο έμαθαν εκείνοι τα γράμματα.
Από την εποχή που μαθαίναμε εμείς οι ενήλικοι τα γράμματα, πολλές μέθοδοι έχουν αλλάξει και το σχολείο δουλεύει με διαφορετικούς τρόπους σήμερα σε όλα τα μαθήματα, […] όχι μόνο στο Δημοτικό Σχολείο αλλά και στο Γυμνάισο και στο Λύκειο.
Ο εκπαιδευτικός, λοιπόν, έχει τον κύριο λόγο στη μέθοδο της διδασκαλίας. Εκείνος θα σχεδιάσει και θα οργανώσει τους τρόπους με τους οποίους τα παιδιά θα μάθουν κάτι καινούριο, θα ασκηθούν να κάνουν κάτι καινούριο ή να σκέπτονται χρησιμοποιώντας καινούρια δεδομένα. Οι γονείς δε χρειάζεται και δεν είναι καλό να προσπαθούν να τρέχουν μπροστά από τον εκπαιδευτικό θέλοντας να προετοιμάσουν το παιδί για ό,τι θα διδάξει ο εκπαιδευτικός αύριο ή την επόμενη εβδομάδα. Ούτε χρειάζεται να υποχρεώσουν το παιδί να εξαντλεί όλο το χρόνο του στο σπίτι προσπαθώντας να ξεπεράσει τις προσδοκίες του εκπαιδευτικού, αναζητώντας στοιχεία από βοηθήματα και αποστηθίζοντας το αυριανό μάθημα. Αυτά θα κουράσουν το παιδί και θα το δυσκολέψουν, αν η μέθοδος που εφαρμόζει ο εκπαιδευτικός δεν προβλέπει τέτοιου είδους μελέτη, αλλά περισσότερο ενεργητική συμμετοχή στις δραστηριότητες που οργανώνονται μέσα στην τάξη.
Αντί, λοιπόν, να προσπαθεί ο κάθε γονέας να γίνει ο ίδιος δάσκαλος και να «διδάσκει» στο παιδί τα μαθήματα του σχολείου, είναι καλύτερο να πάει στο σχολείο και να μιλήσει με το δάσκαλο ζητώντας του να μάθει με ποιους τρόπους θα μπορέσει να βοηθήσει το παιδί.
Υπάρχουν πάντως μερικές βασικές αρχές για το πώς είναι καλύτερα να συμμετέχουν οι γονείς στην καθημερινή εργασία των παιδιών.
Συμμετοχή στην καθημερινή εργασία του παιδιού δε σημαίνει να οργανώνουμε αντί για εκείνο την εργασία του. Μια ικανότητα απαραίτητη για τη ζωή είναι η ικανότητα οργάνωσης του χρόνου και η τοποθέτηση κατά σειρά όλων των εργασιών που έχει να κάνει ο καθένας. Αυτή την ικανότητα χρειάζεται να την αποκτήσει από νωρίς το παιδί, ώστε να προλαβαίνει να μελετά αλλά και να παίζει ή να βλέπει τους φίλους του ή να κάνει πράγματα που του αρέσουν.
Θα την αποκτήσει γρηγορότερα αν το ενθαρρύνουμε να διαχειρίζεται το χρόνο του αντί να λέμε «έλα κάθισε να διαβάσεις, άρχισε από το τάδε μάθημα, γράψε πρώτα, βγάλε τα τετράδιά σου». Μπορούμε βέβαια να πούμε «σκέψου τι έχεις να κάνεις και αποφάσισε από πού να ξεκινήσεις και πόση ώρα σου χρειάζεται». Μπορούμε, επίσης, να χρησιμοποιήσουμε τον ανάλογο χρόνο κάνοντας και εμείς μια δουλειά δική μας, απασχολώντας τον εαυτό μας ώστε να μην κοιτάζουμε την ώρας που περνάει αλλά και δίνοντας με παράδειγμα στο παιδί να καταλάβει ότι ο καθένας χρειάζεται να απασχοληθεί σοβαρά με μια εργασία ακόμα και στο σπίτι. Η ικανότητα οργάνωσης δεν αποκτάται από τη μια μέρα στην άλλη και γι’ αυτό πρέπει να περιμένουμε μέχρι που να είναι έτοιμο το παιδί. Θα αργήσει όμως περισσότερο αν βιαζόμαστε και δεν του αφήνουμε περιθώριο.
Συμμετοχή δε σημαίνει να επιμένουμε πιεστικά να μας «πει το μάθημα», ενώ εμείς κρατάμε το βιβλίο και ελέγχουμε μήπως ξεφύγει κάτι. Συμμετοχή είναι να είμαστε διαθέσιμοι για τη στιγμή που θα χρειαστεί το παιδί να συζητήσει μαζί μας κάτι από το μάθημα ή να μας ρωτήσει αν κάτι που σκέφτεται μας φαίνεται λογικό ή όχι. Συμμετοχή είναι να προσφερόμαστε να του δώσουμε μια σχετική με το μάθημα πληροφορία, που συμβαίνει να έχουμε στη διάθεσή μας.
Συμμετοχή δε σημαίνει να του δημιουργήσουμε τη συνήθεια να κάθεται για να μελετήσει μόνο όταν καθόμαστε κι εμείς δίπλα του. Αν καθιερώσουμε τέτοια συνήθεια θα αργήσει να καταλάβει ότι η μελέτη του είναι κάτι που αφορά εκείνο το ίδιο και όχι τη μητέρα ή τον πατέρα.
Αν το σκεφθούμε λίγο πιο ψύχραιμα και με περισσότερη ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας, θα διαπιστώσουμε, ίσως, ότι τέτοιου είδους ενέργειες, όπως η επιμονή μας «να μας πει το μάθημα» ή οι προσπάθειές μας να παρουσιάσει το παιδί μια εργασία ακόμα και αν την αντιγράψει από κάπου, τέτοιου είδους ενέργειες έχουν αποτέλεσμα πιο πολύ να πείθουν το δάσκαλο ότι το παιδί μελετάει παρά να διευκολύνουν την πραγματική μάθηση. Όμως αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι να βοηθάμε το παιδί να μαθαίνει. Να μαθαίνει αυτό που προσπαθεί να του μάθει το σχολείο αλλά και πράγματα περισσότερα και όχι για την επόμενη μέρα μόνο αλλά για τη ζωή ολόκληρη.
Μερικές ενέργειες υποβοηθητικές προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να είναι και οι παρακάτω:
Μιλώ με το παιδί όσο περισσότερο γίνεται και σε κάθε ευκαιρία. Μιλώ κάθε φορά που με πλησιάζει για να μιλήσει, κάθε φορά που έχει κάτι να με ρωτήσει ή κάτι θέλει να συζητήσει μαζί μου.
Δημιουργώ ευκαιρίες για να μιλήσω στο παιδί. Του δείχνω μια φωτογραφία που είδα στην εφημερίδα ή του διηγούμαι κάτι που άκουσα στο ραδιόφωνο και συζητώ μαζί του.
Ζητώ τη γνώμη του για κάτι που ετοιμάζομαι να αγοράσω, για τα ρούχα του μωρού, για το χρώμα που θα βάψουμε το δωμάτιο.
Ρωτώ συχνά γιατί. Λέω πως δεν κατάλαβα κάτι και παρακαλώ να μου το εξηγήσει αν το έχει καταλάβει καλύτερα.
Του μιλώ για το βιβλίο που διάβασα και του ζητώ να μου μιλήσει για κάποιο μάθημα που κάνουν στο σχολείο. Μιλώ για πράγματα που το ενδιαφέρουν, όπως το μπάσκετ ή τη μουσική που ακούν οι νέοι. Ζητώ να μου εξηγήσει τι είναι αυτό που του αρέσει σ’ αυτή τη μουσική και προσπαθώ ειλικρινά να καταλάβω.
Σχολιάζω κάτι που βλέπουμε μαζί στην τηλεόραση και ζητώ το δικό του σχόλιο. Προσπαθώ να χρησιμοποιώ σωστά το λόγο και να είμαι σαφής και συγκεκριμένος/η σ’ αυτό που λέω.
Υπάρχουν χίλιοι λόγοι για να ακούμε προσεκτικά κάθε φορά που μιλάει το παιδί μας, αφού μόνο έτσι θα καταλάβουμε έγκαιρα τι σκέφτεται, τι το απασχολεί, το προβλήματα αντιμετωπίζει και τι περιμένει από εμάς.
Η μάθηση, κάθε μάθηση, είναι πιο εύκολη και διαρκεί περισσότερο όταν αυτό που μαθαίνουμε μπορεί να συσχετισθεί με κάτι που βλέπουμε ή που έχουμε δει ή ακούσει ή με κάτι που έχουμε καταλάβει και μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και στην καινούρια μάθηση.
Μπορεί ένα παιδί να καταλάβει καλύτερα τη Φυσική, αν το βοηθήσουμε να συσχετίσει αυτά που διαβάζει στο βιβλίο με φαινόμενα καθημερινά της ζωής στο σπίτι και με συζητήσεις άσχετες με το σχολείο. Για παράδειγμα, γιατί τα απλωμένα ρούχα στεγνώνουν πιο γρήγορα από τα ρούχα που μένουν μέσα στη λεκάνη.
Γιατί ο προπονητής των αθλητών της άρσης βαρών προσπαθεί να τους μάθει να κρατούν το βάρος κοντά στο σώμα τους ώστε να μπορούν να σηκώσουν μεγαλύτερο βάρος…
Παραδείγματα όπως τα παραπάνω δε χρειάζεται να έρχονται οπωσδήποτε από εμάς. Μπορούμε αντίθετα να ενθαρρύνουμε το παιδί να μας εξηγεί αυτά που έμαθε στο σχολείο με παραδείγματα από την καθημερινή ζωή.
Η μάθηση είναι σαν εκείνα τα παιχνίδια που ταιριάζεις μικρά κομμάτια χαρτόνι και σιγά σιγά, καθώς παίρνει το καθένα τη θέση του, σχηματίζεται όο και καλύτερα η εικόνα. Έτσι είναι και η μάθηση. Κάθε κομματάκι της ξεχωριστά έχει μικρή σημασία. Αν όμως συνδεθεί και συσχετισθεί με ένα άλλο και ένα άλλο, τότε όλα τα κομμάτια αποκτούν το πραγματικό τους νόημα και το καθένα δίνει μεγαλύτερη αξία στα υπόλοιπα.
Δεν είναι καλό λοιπόν να επιμένουμε να μαθαίνει το παιδί το μάθημα «από δω ως εκεί» χωρίς να το τοποθετεί μέσα στο μεγάλο σχήμα του μυαλού και χωρίς να το συνδέει και να το συσχετίζει με άλλα μαθήματα ή διαβάσματα ή ακούσματα και συζητήσεις. Καλύτερα να μην είναι σε θέση να πει το μάθημα απ’ έξω, παρά να μην έχει συσχετίσει το περιεχόμενό του με άλλα και να μην έχει πραγματικά σκεφτεί με αφορμή αυτό.
Πηγή: Δημοτικό Σχολείο και γονείς. Οικοδομώντας μια δημιουργική σχέση.
ΥΠ.Ε.Π.Θ., Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Αθήνα 2000.